- πούστης
- ο(λ. τουρκ.)1. κίναιδος, μειωτική προσφώνηση άντρα ομοφιλόφυλου2. μτφ., αισχρός, αδιάντροπος, ξετσίπωτος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πούστης — ο, Ν 1. παθητικός ομοφυλόφιλος, κίναιδος 2. (κατ επέκτ.) αισχρός, ξεδιάντροπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. puşt] … Dictionary of Greek
πουστάρα — η, και πούσταρος, ο, Ν (με υβριστική σημ.) μεγεθ τού πούστης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πουστάρα < πούστης + μεγεθ. κατάλ. άρα (πρβλ. κοιλ άρα), ενώ ο τ. πούσταρος < πούστης + μεγεθ. κατάλ. αρος (πρβλ. κλέφτ αρος)] … Dictionary of Greek
πουσταρέλι — το, Ν υποκορ. τού πούστης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούστης + υποκορ. κατάλ. αρέλι (πρβλ. παιδ αρέλι)] … Dictionary of Greek
πούστρα — η, Ν 1. (για άνδρα) ο πούστης 2. (για γυναίκα) αυτή που εκδίδεται σε παρά φύση ασέλγεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούστης + επίθημα τρα (πρβλ. κλέφ τρα)] … Dictionary of Greek
Anexo:Falsos amigos — Los falsos amigos son palabras que, a pesar de tener significados diferentes, pueden escribirse o pronunciarse de una manera similar en dos o más idiomas. Lo anterior puede deberse tanto a distintas etimologías como a un cambio en el significado… … Wikipedia Español
κίναιδος — ο (ΑΜ κίναιδος) ο άντρας που συνουσιάζεται με άντρα, ο παθητικός ομοφυλόφιλος, πούστης || (μσν. αρχ.) αισχρός και ανήθικος άνθρωπος («κίναιδος, ασελγής, μαλακός», Φώτ.) αρχ. 1. είδος θαλάσσιου ψαριού 2. κιναίδιον* 3. είδος πολύτιμου λίθου 4. στον … Dictionary of Greek
πουστίζω — Ν [πούστης] πουστοφέρνω … Dictionary of Greek
πουσταρειό — το, Ν το πουσταρέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούστης + κατάλ. αρ(ε)ιό (πρβλ. ασκητ αρειό)] … Dictionary of Greek
πουστιά — η, Ν 1. τρόπος συμπεριφοράς, πράξη που ταιριάζει σε πούστη 2. μτφ. ανήθικη πράξη, ατιμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούστης + κατάλ. ιά (πρβλ. γυφτ ιά)] … Dictionary of Greek
πουστοφέρνω — Ν (για άνδρα) συμπεριφέρομαι σαν πούστης, είμαι θηλυπρεπής … Dictionary of Greek